- αλκοολάντοχος
- -η, -ο Μικρβλ.λέγεται για βακτηρίδια που όταν χρωματίζονται με φουξίνη δεν είναι δυνατόν να αποχρωματιστούν με οινόπνευματο «βακτηρίδιο τού Κωχ» είναι ταυτόχρονα αλκοολάντοχο και οξυάντοχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + αντοχή < αντέχω].
Dictionary of Greek. 2013.